- ερασιτέχνης
- ο, θηλ. ερασιτέχνις1. αυτός που. αγαπάει την τέχνη, ο φιλότεχνος2. εκείνος που ασχολείται από αγάπη και ενδιαφέρον, όχι επαγγελματικά με τέχνη, επιστήμη, άθλημα, εργασία κ.λπ. («ερασιτέχνης φωτογράφος, ερασιτέχνης ζωγράφος, ερασιτέχνης δύτης» κ.λπ.)3. όποιος κάνει κάτι περιστασιακά,όχι συστηματικά («ερασιτέχνης καπνιστής»)4. φρ. «ερασιτέχνης ηθοποιός»α) ο μη επαγγελματίας ηθοποιόςβ) δόκιμος, μαθητευόμενος ηθοποιόςγ) χρησιμοποιείται από ηθοποιούς και κριτικούς με μειωτική ή και υβριστική σημασία για αδέξιο, κακό ηθοποιό.[ΕΤΥΜΟΛ. Για το α’ συνθετικό βλ. ερασίμολπος].
Dictionary of Greek. 2013.